- ρεκάζω
- (αόρ. ερρέκαξα) αμετ. вопить, кричать, визжать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρεκάζω — Ν 1. φωνάζω δυνατά, κραυγάζω 2. κλαίω γοερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρέγχω / ρέγκω] … Dictionary of Greek
ρεκάζω — ρέκαξα, βγάζω φωνή σαν κρωγμό όρνεου, σκούζω: Η γριά μάγισσα δε μιλούσε, ρέκαζε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρέκασμα — το, Ν [ρεκάζω] θρήνος, σκούξιμο … Dictionary of Greek
ρεκασμός — ο, Ν [ρεκάζω] το ρέκασμα … Dictionary of Greek